Με το Νόμο 4308/24-11-20141 θεσπίστηκαν τα Ενιαία Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, που αναφέρονται στις ακολουθούμενες τεχνικές και αρχές, καθώς και στην τήρηση και αποτύπωση των λογιστικών στοιχείων και αρχείων.
Ο παραπάνω νόμος, που ψηφίσθηκε πρόσφατα στην Βουλή, ενσωματώνει στο εσωτερικό δίκαιο τις λογιστικές διατάξεις της Οδηγίας 34/2013/ΕΕ, υλοποιεί την περαιτέρω απλοποίηση του Κ.Φ.Α.Σ. (Ν. 4093/2012)και αποτυπώνει σε 40 άρθρα, 8 Κεφάλαια και 4 Παραρτήματα των 96 σελίδων την προηγούμενη νομοθεσία 1200 και πλέον σελίδων. Από 1.1.2015 η εφαρμογή του θα είναι υποχρεωτική από όλους τους φορολογούμενους, λαμβάνοντας όμως υπόψη τις ειδικές εξαιρέσεις και τις εναλλακτικές δυνατότητες που προβλέπονται σε αυτό.
Σύμφωνα με τον Ν 4308/24.11.2014 (Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα), τα λογιστικά βιβλία θα ονομάζονται λογιστικά αρχεία. Τα λογιστικά αρχεία θα τηρούνται με ηλεκτρονικό ή χειρόγραφο τρόπο. Η επιχείρηση, που θα αποκαλείται οντότητα, τηρεί ως μέρος του λογιστικού συστήματός της, αρχείο (βιβλίο) κάθε συναλλαγής και λογιστικού γεγονότος που πραγματοποιείται κατά την διάρκεια της περιόδου αναφοράς (λογιστική χρήση). Τα λογιστικά γεγονότα εξειδικεύονται σε κάθε είδους έσοδα, κέρδη, έξοδα, ζημιές, αγορές και πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, εκπτώσεις και επιστροφές, φόρους, τέλη και εισφορές ασφαλιστικών οργανισμών. Περαιτέρω, η κάθε επιχείρηση, μέσω λογιστικού συστήματος, παρακολουθεί σε αρχείο κάθε στοιχείο του ισολογισμού, καθώς και κάθε μεταβολή αυτού.
Το λογιστικό σύστημα της οντότητας (επιχείρησης), πρέπει να παρακολουθεί τη λογιστική βάση των εσόδων, εξόδων, ενεργητικών περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και καθαρής θέσης (ίδια κεφάλαια), κατά περίπτωση, με σκοπό την κατάρτιση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, ενώ παράλληλα θα πρέπει σε ορισμένες περιπτώσεις να παρακολουθεί και την φορολογική βάση των στοιχείων των εσόδων, εξόδων, υποχρεώσεων και καθαρής θέσης, με σκοπό τη συμμόρφωση με την φορολογική νομοθεσία και την κατάρτιση και υποβολή φορολογικών δηλώσεων.
Εφόσον η επιχείρηση συντάσσει ισολογισμό, χρησιμοποιεί ένα κατάλληλο διπλογραφικό σύστημα (χρεώσεις-πιστώσεις λογαριασμών) για την παρακολούθηση των λογιστικών γεγονότων και τηρεί:
α) Αρχείο στο οποίο καταχωρίζεται αναλυτικά κάθε συναλλαγή και γεγονός (Βιβλίο ημερολογίου).
β) Αρχείο με τις μεταβολές κάθε τηρούμενου λογαριασμού (αναλυτικά καθολικά).
γ) Σύστημα συγκέντρωσης του αθροίσματος των αυξήσεων και μειώσεων (χρεώσεων και πιστώσεων), καθώς και το υπόλοιπο κάθε τηρούμενου λογαριασμού (ισοζύγια).
δ) Προβλέπονται και άλλα βιβλία για την αναλυτική καταγραφή της περιουσίας (Απογραφών).
Δεδομένου ότι καταργείται το ΕΓΛ Σχέδιο (ΠΔ 1123/1980), καθιερώνεται νέο σχέδιο λογαριασμών (Παράρτημα Γ’ του νόμου), το οποίο χρησιμοποιείται ως μέρος του λογιστικού συστήματος, σε ό,τι αφορά την ονοματολογία, τον βαθμό ανάλυσης και συγκέντρωσης των λογαριασμών, καθώς και το περιεχόμενό τους.
Εφόσον η επιχείρηση δεν συντάσσει ισολογισμό, δύναται, αντί του διπλογραφικού λογιστικού συστήματος, να χρησιμοποιεί ένα κατάλληλο απλογραφικό λογιστικό σύστημα (τήρηση του γνωστού βιβλίου εσόδων – εξόδων) για την παρακολούθηση των συναλλαγών και μεταβολών των περιουσιακών στοιχείων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται:
1.Τα κάθε είδους έσοδα διακεκριμένα σε έσοδα από πώληση εμπορευμάτων, από πώληση προϊόντων, από παροχή υπηρεσιών και λοιπά έσοδα.
2.Τα κέρδη από κάθε πηγή.
3.Οι αγορές περιουσιακών στοιχείων, διακεκριμένα σε αγορές εμπορευμάτων, υλικών (πρώτων ή βοηθητικών υλών), παγίων και αγορές λοιπών περιουσιακών στοιχείων.
4.Τα έξοδα, διακεκριμένα σε αμοιβές προσωπικού συμπεριλαμβανομένων εισφορών σε ασφαλιστικούς οργανισμούς, αποσβέσεις, έξοδα από τη λήψη λοιπών υπηρεσιών και λοιπά έξοδα.
5.Οι ζημίες από κάθε αιτία.
6.Οι φόροι και τα τέλη, ξεχωριστά κατά είδος.
Για τη θέσπιση των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων λήφθηκαν υπόψη οι κανόνες και οι αρχές της Κοινοτικής Οδηγίας αρ. 34/2013/ΕΕ, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, τις συναφείς εκθέσεις των επιχειρήσεων και ιδίως τα κριτήρια στη διάκριση των πολύ μικρών, μικρών, μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων.
Μεταξύ άλλων, καταργήθηκε το Ελληνικό Γενικό Λογιστικό Σχέδιο, τα Κλαδικά Λογιστικά Σχέδια Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων και Τραπεζών και ο Κώδικας Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών. (N.4093/2012.)
Σημειώνεται, ότι παρέχεται η δυνατότητα σε κάθε εταιρεία που υπόκειται σε αυτό τον νόμο να εφαρμόζει εναλλακτικά του σχεδίου λογαριασμών της παραγρ 8 του άρθρου 3, το σχέδιο λογαριασμών, όπως ισχύει κατά την 31 Δεκεμβρίου 2014 (άρθρο 3 παραγρ 9). Προβλέπεται στο Παράρτημα Γ΄ Νέο Σχέδιο Λογαριασμών.
Οι διατάξεις του Κ.Φ.Α.Σ. (δεν καταργούνται) αλλά ενσωματώνονται με μερικές τροποποιήσεις στο παρόντα νόμο στο Κεφάλαιο 2: ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ (Βιβλία – άρθρα 3, 4, 5, 6, 7) και στο Κεφάλαιο 3: ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΑ ΠΩΛΗΣΕΩΝ (Στοιχεία – άρθρα 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, και 15).
Εισάγεται ο όρος οντότητα αντί του «υπόχρεου απεικόνισης συναλλαγών» του Κ.Φ.Α.Σ. (Ν. 4093/2012) ή του «επιτηδευματία» του Κ.Β.Σ. (Π.Δ. 186/92).
Τα λογιστικά βιβλία και στοιχεία μετονομάζονται σε λογιστικά αρχεία και τα στοιχεία σε παραστατικά πωλήσεων, που αποτελούν υποσύνολο των λογιστικών αρχείων.
Δεν υφίσταται υποχρέωση τήρησης του Λογ. 94 (βιβλίο αποθήκης) ανεξαρτήτως ακαθαρίστων εσόδων της οντότητας.
Καταργείται η Αναλυτική Λογιστική.
Επαναφέρεται ουσιαστικά το Δελτίο Αποστολής για τα εμπορεύσιμα μόνο είδη (όχι πάγια) και για όλες τις περιπτώσεις.
Με τις παραγρ 8 και 9 του άρθρου 5 (διασφάλιση αξιοπιστίας λογιστικού συστήματος) προβλέπεται ότι «η οντότητα παρακολουθεί με κατάλληλες δικλίδες τα παραλαμβανόμενα και αποστελλόμενα αποθέματα, είτε έχουν τιμολογηθεί είτε όχι. Ομοίως, παρακολουθεί τα αποθέματά της σε χώρους τρίτων ή τα αποθέματα τρίτων σε δικούς της χώρους.
Θεσπίζεται επίσης με την παραγρ 8 του άρθρου 5 η υποχρέωση της οντότητας να διασφαλίζει ότι το τηρούμενο λογιστικό σύστημα παρέχει ευχερώς αναλυτικά και σε σύνοψη, όλα τα δεδομένα και τις πληροφορίες που απαιτούνται για να καθίσταται ευχερής η διενέργεια συμφωνιών και επαληθεύσεων κατά την διενέργεια οποιουδήποτε ελέγχου.
Επαναφέρεται η υποχρέωση αρίθμησης των παραστατικών πωλήσεων (στοιχεία) η οποία είχε καταργηθεί με τον Κ.Φ.Α.Σ. (Ν. 4093/2012) (άρθρο 9 παραγρ 1 περ. β΄),καθώς και η υποχρέωση έκδοσης των παραστατικών πωλήσεων (στοιχείων) σε περισσότερες σειρές (άρθρο 9 παραγρ 1 περ. β΄) που δεν αναφέρονται στον Κ.Φ.Α.Σ., χωρίς να απαιτείται σχετική γνωστοποίηση στην Δ.Ο.Υ.
Εισάγεται η δυνατότητα έκδοσης απλοποιημένου τιμολογίου σε δύο περιπτώσεις: (όταν το ποσό τιμολογίου δεν υπερβαίνει το ποσό των 100 ευρώ και όταν το εκδιδόμενο τιμολόγιο είναι έγγραφο της παραγρ 3 του άρθρου 8).
Στο απλοποιημένο τιμολόγιο δεν αναγράφονται τα στοιχεία του αντισυμβαλλόμενου.
Για τους λαμβάνοντας παραστατικά δαπανών ποσού μέχρι 100 ευρώ, μπορεί (σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση) νομίμως να τεκμηριώνονται (εκδίδονται) και τα παραστατικά του άρθρου 12 (απόδειξη λιανικής πώλησης ή απόδειξη παροχής υπηρεσιών).
Εισάγεται επίσης η δυνατότητα έκδοσης του Συγκεντρωτικού Τιμολογίου το οποίο αναφέρεται σε διαφορετικές παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών.
Αλλάζει ο χρόνος έκδοσης του Τιμολογίου σε περίπτωση πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών και ορίζεται το αργότερο μέχρι την 15η ημέρα του επόμενου μήνα της παράδοσης ή αποστολής αγαθών )από το αργότερο σε έναν (1) μήνα που προέβλεπε ο Κ.Φ.Α.Σ.) ή την ολοκλήρωση της υπηρεσίας κατά περίπτωση.
Προβλέπεται η δυνατότητα έκδοσης λιανικής πώλησης με τη χρήση υπηρεσιών παρόχου ηλεκτρονικής έκδοσης στοιχείων λιανικής πώλησης (παρ. 10 άρθρου 12).
Τέλος, καταργείται η χρήση της μεθόδου «Τελευταίο Εισαχθέν – Πρώτο Εξαχθέν» (LIFO) για τον προσδιορισμό του κόστους κτήσης των αποθεμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 20 (επιμέτρηση αποθεμάτων και υπηρεσιών).
Με το νέο Νόμο θεωρείται ότι ολοκληρώθηκε μια μεγάλη μεταρρύθμιση που ανέμενε επί δεκαετίες η επιχειρηματική κοινότητα, οι θεσμικοί φορείς, οι οικονομολόγοι και οι φοροτεχνικοί, ενώ οι παραγωγικοί φορείς, χαρακτηρίζουν το νόμο ως ένα δυνητικά χρήσιμο εργαλείο για όλες τις ελληνικές επιχειρήσεις. Όπως σε κάθε περίπτωση, δε θα μπορούσαν να λείπουν και τα στείρα αρνητικά σχόλια, χωρίς ασφαλώς να συμπεριλαμβάνουμε σε αυτά τις εποικοδομητικές επισημάνσεις φορέων και επαγγελματιών του κλάδου, που αποσκοπούν σε βελτιώσεις.
Για πρώτη φορά έπειτα από 35 χρόνια το Λογιστικό Δίκαιο αλλάζει, εκσυγχρονίζεται και αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο ανάπτυξης.
Αναλυτικότερα με τις διατάξεις του κεφαλαίου 1 (άρθρα 1 έως 2) ορίζεται το πεδίοεφαρμογής του Νόμου και κατανέμονται σε κατηγορίες οι υποκείμενες στις ρυθμίσεις του Νόμου οντότητες, βάσει των ενεργητικού, του κύκλου εργασιών και του απασχολούμενου προσωπικού. Ως οντότητα ορίζεται «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, επιχείρηση ή οργανισμός κερδοσκοπικού ή μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που ανήκει στον ιδιωτικό ή στον δημόσιο τομέα2».
Με το κεφάλαιο 2 (άρθρα 3 έως 7) θεσπίζονται ρυθμίσεις σχετικώς προς το λογιστικό σύστημα και τα τηρούμενα λογιστικά αρχεία. Συγκεκριμένως, ορίζονται τα βασικά (άρθρο 3) καθώς και τα πρόσθετα αρχεία (βιβλία) που πρέπει να τηρούν οι υποκείμενες οντότητες (άρθρο 4), ο τρόπος διασφάλισης της αξιοπιστίας τους (άρθρο 5), ο χρόνος ενημέρωσής τους (άρθρο 6), καθώς και ο χρόνος και ο τρόπος διαφύλαξής τους (άρθρο 7).
Με το κεφάλαιο 3 (άρθρα 8 έως 15) ρυθμίζονται ζητήματα που αφορούν τα παραστατικά πωλήσεων επί τη βάσει των αντίστοιχων ρυθμίσεων της Οδηγίας 2006/112/ΕΕ σχετικώς με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας. Ορίζεται η έννοια και ο υπόχρεος έκδοσης (άρθρο 8), το περιεχόμενο (άρθρο 9) και ο χρόνος έκδοσης του τιμολογίου (άρθρο 11), και του απλοποιημένου και του συγκεντρωτικού τιμολογίου (άρθρο 10), το στοιχείο που εκδίδεται σε περιπτώσεις λιανικής πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών (απόδειξη λιανικής πώλησης ή απόδειξη παροχής υπηρεσιών), το περιεχόμενό του και η έκδοσή του με τη χρήση φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών (άρθρο 12), καθώς και ο χρόνος έκδοσής του (άρθρο 13).
Προβλέπεται η δυνατότητα ηλεκτρονικής έκδοσης του τιμολογίου (άρθρο 14) και ο τρόπος διασφάλισης της αυθεντικότητάς του έντυπου ή ηλεκτρονικού τιμολογίου (άρθρο 15).
Με το κεφάλαιο 4 (άρθρα 16 έως 17) ορίζονται οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις που καταρτίζουν οι υποκείμενες οντότητες, αναλόγως της κατηγορίας στην οποία εμπίπτουν (κατά παραπομπή στα υποδείγματα του Παραρτήματος Β), και καθιερώνονται οι βασικές αρχές σύνταξής τους συμφώνως προς την Οδηγία 2013/34/ΕΕ. Προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι οι καταστάσεις πρέπει να συντάσσονται με σαφήνεια και συμφώνως προς τις θεμελιώδεις παραδοχές του δεδουλευμένου και της συνέχισης της δραστηριότητας της οντότητας.
Με το κεφάλαιο 5 (άρθρα 18 έως 28) θεσπίζονται κανόνες επιμέτρησης (αποτίμησης), οι οποίοι βασίζονται κατά κύριο λόγο στην παραδοχή του ιστορικού κόστους. Συγκεκριμένως, θεσπίζονται κανόνες επιμέτρησης ως προς τα ενσώματα και άυλα πάγια στοιχεία (και τις επ’ αυτών αποσβέσεις και απομειώσεις) και τις χρηματοδοτικές και λειτουργικές μισθώσεις (άρθρο 18), τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (άρθρο 19), τα αποθέματα και τις υπηρεσίες (άρθρο 20), τις προκαταβολές δαπανών και τα λοιπά μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (άρθρο 21), τις χρηματοοικονομικές και μη χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις και τις προβλέψεις (άρθρο 22), και τις κρατικές επιχορηγήσεις και τους αναβαλλόμενους φόρους (άρθρο 23). Με το άρθρο 24 παρέχεται η δυνατότητα, συμφώνως προς την Οδηγία 2013/34/ΕΕ, επιμέτρησης συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στην εύλογη αξία τους. Ορίζονται τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων (άρθρο 25) και στην καθαρή θέση (άρθρο 26), ρυθμίζονται ζητήματα συναλλαγών και στοιχείων σε ξένο νόμισμα (άρθρο 27), καθώς και μεταβολών λογιστικής πολιτικής και διόρθωσης λαθών (άρθρο 28).
Με το κεφάλαιο 6 (άρθρα 29 έως 30) τίθενται οι γενικές αρχές σύνταξης του προσαρτήματος και το περιεχόμενό του ανά κονδύλι των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Επίσης, στο πλαίσιο της ευχέρειας που παρέχεται από την Οδηγία 2013/34/ΕΕ και της αρχής «προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις» («Think Small First») που έχει υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις – Μια “Small Business Act” για την Ευρώπη», 23.2.2011, IP/11/218), θεσπίζονται απλοποιήσεις και απαλλαγές ως προς ζητήματα επιμέτρησης των διαφόρων στοιχείων των οικονομικών καταστάσεων και σύνταξης του προσαρτήματος, οι οποίες κλιμακώνονται αναλόγως προς το μέγεθος και την κατηγορία της οντότητας.
Με το κεφάλαιο 7 (άρθρα 31 έως 36) θεσπίζονται οι προϋποθέσεις και οι κανόνες σύνταξης ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Συγκεκριμένως, θεσπίζονται κατηγορίες ομίλων επιχειρήσεων (άρθρο 31), προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι υποχρεωτική η σύνταξη ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων (άρθρο 32), κατηγορίες οντοτήτων που απαλλάσσονται από ενοποίηση (άρθρο 33), κανόνες κατάρτισης ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων (άρθρο 34), κανόνες επιμέτρησης συμμετοχών σε συγγενείς επιχειρήσεις ή κοινοπραξίες (άρθρο 35), καθώς και πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στις σημειώσεις των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων (άρθρο 36).
Με το κεφάλαιο 8 (άρθρα 37 έως 40) ρυθμίζονται ζητήματα πρώτης εφαρμογής του Νόμου, απαριθμούνται οι καταργούμενες διατάξεις και τροποποιούνται διατάξεις του Κ.Ν.2190/1920, ρυθμίζονται λοιπά θέματα εφαρμογής του Νόμου, και θεσπίζονται μεταβατικές διατάξεις.
Κατά την υπ’ αριθ. 318/47/2014 έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που συνοδεύει το υπό εξέταση Νσχ, «Σύμφωνα με τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικής Διοίκησης, από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, δεν αναμένονται ουσιαστικές μεταβολές στα
έσοδα του Δημοσίου».
Δεδομένου ότι με τις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 38 του Νόμου καταργείται τόσο ο Κώδικας Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών, όσο και το Γενικό (π.δ.1123/1980) και τα Κλαδικά Λογιστικά Σχέδια (π.δ. 148/1984, 384/1992, 80/1997, 205/1998, 315/1999, 146/2003), συνάγεται ότι από 1.1.2015, για τον προσδιορισμό των υποκείμενων σε φόρο εισοδήματος κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα, θα λαμβάνεται καταρχήν υπόψη η κατάσταση αποτελεσμάτων (άρθρο 25 ), όπως αυτή θα προκύπτει από την εφαρμογή των ρυθμίσεων του Νόμου (με την επιφύλαξη των άρθρων 22 έως 27α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος). Πλην όμως, με τις ρυθμίσεις του Νόμου τροποποιούνται ουσιωδώς οι κανόνες προσδιορισμού των εσόδων και κερδών εν σχέση προς το ισχύον σήμερα καθεστώς, κυρίως σε ό,τι αφορά την επιμέτρηση (αποτίμηση) των περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων (ενδεικτικώς, λόγω παροχής δυνατότητας επιμέτρησής τους στην εύλογη αξία τους ή λόγω αναγνώρισης των απομειώσεων των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων βάσει της ανακτήσιμης αξίας τους). Ενόψει των ανωτέρω, παρατηρείται ότι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις συνεπάγονται ουσιαστικές δημοσιονομικές επιπτώσεις, ανεξαρτήτως της δυσχέρειας προσδιορισμού τους.
Περαιτέρω ως προς το ζήτημα των δημοσιονομικών συνεπειών του Νόμου, με το άρθρο 38 παρ. 3 περ. β’ του Νσχ καταργούνται τα άρθρα 20 έως 27 του Ν.2065/1992 τα οποία προέβλεπαν υποχρεωτική ανά τετραετία αναπροσαρμογή της αξίας των ακινήτων των επιχειρήσεων που τηρούν διπλογραφικά βιβλία, καθώς και αυτοτελή φορολόγησή της.
Παρατηρήσεις επί των άρθρων του Νόμου3
Επί του άρθρου 1
Σύμφωνα με τον ορισμό του Παραρτήματος Α του Νσχ, «οντότητα» είναι «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, επιχείρηση ή οργανισμός κερδοσκοπικού ή μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που ανήκει στον
ιδιωτικό ή στον δημόσιο τομέα». Με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 προσδιορίζονται οι οντότητες που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου.
Επί του άρθρου 3
Μεταξύ άλλων, ορίζεται ότι το λογιστικό σύστημα της οντότητας θα πρέπει να παρακολουθεί, όχι μόνο «τη λογιστική βάση των στοιχείων των εσόδων, εξόδων, περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και καθαρής θέσης», αλλά και τη «φορολογική βάση
των στοιχείων» αυτών. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της εν λόγω ρύθμισης, «με την παράγραφο 5 παραμένει η υποχρέωση της οντότητας να παρακολουθεί ενδεχόμενη διαφοροποίηση της φορολογικής από τη λογιστική βάση. Η παρακολούθηση δύναται να γίνεται με κάθε πρόσφορο, κατά την κρίση της οντότητας, αλλά ελέγξιμο τρόπο (μέσω του λογιστικού συστήματος, με μηχανογραφική εφαρμογή, κ.λπ.). Η οντότητα έχει τη δυνατότητα, αλλά όχι την υποχρέωση, να συντάσσει με βάση τις ανωτέρω πληροφορίες περί λογιστικής και φορολογικής βάσης, απόλυτα φορολογικό ισολογισμό και φορολογική κατάσταση αποτελεσμάτων και ξεχωριστά λογιστικό ισολογισμό και κατάσταση αποτελεσμάτων».
Παρατηρείται ότι, κατά το μέτρο που, δια της προτεινόμενης ρύθμισης, οι υποκείμενες στις διατάξεις του Νόμου οντότητες υποχρεούνται σε τήρηση διπλών λογιστικών αρχείων (βιβλίων), το πρώτο «με σκοπό την κατάρτιση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της οντότητας» και το δεύτερο «με σκοπό τη συμμόρφωση με τη φορολογική νομοθεσία και την υποβολή φορολογικών δηλώσεων», δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται «η μείωση του διοικητικού κόστους», η οποία είναι ένας από τους βασικούς σκοπούς του Νόμου4. Περαιτέρω, ορίζεται ότι «εναλλακτικά του σχεδίου λογαριασμών του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου, κάθε οντότητα που υπόκειται σε αυτό το νόμο έχει την δυνατότητα να εφαρμόζει το σχέδιο λογαριασμών, όπως ισχύει κατά την 31 Δεκεμβρίου 2014», το οποίο, για την πλειοψηφία των υποκείμενων στις διατάξεις του Νσχ επιχειρήσεων, είναι το προβλεπόμενο στο π.δ. 1123/1980 περί εφαρμογής του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου. Παρατηρείται ότι η ως άνω ρύθμιση, ενδεχομένως, δεν βρίσκεται σε αρμονία με το άρθρο 38 παρ. 3 περ. στ’ του Νσχ, συμφώνως προς την οποία, «για περιόδους που αρχίζουν μετά την 31η Δεκεμβρίου 2014, παύει εφεξής να ισχύει (…) το Π.Δ. 1123/1980(ΦΕΚ Α 283/15-12-1980) περί εφαρμογής του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου και οι σχετικές ρυθμίσεις των άρθρων 47 έως 49 του νόμου 1041/1980, για τις υποκείμενες στον παρόντα νόμο οντότητες».
Επί των άρθρων 5 και 6
Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις του άρθρου 5 προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι «κάθε συναλλαγή και γεγονός που αφορά την οντότητα τεκμηριώνεται με κατάλληλα παραστατικά (τεκμήρια)» (…) «Ειδικά, η οντότητα παρακολουθεί με κατάλληλες δικλίδες τα παραλαμβανόμενα και αποστελλόμενα αποθέματα» (…) «Από το τηρούμενο λογιστικό σύστημα πρέπει να παρέχονται ευχερώς, αναλυτικά και σε σύνοψη, όλα τα δεδομένα και πληροφορίες που απαιτούνται για να καθίσταται ευχερής η διενέργεια συμφωνιών και επαληθεύσεων κατά τη διενέργεια οποιουδήποτε ελέγχου». Επίσης, με το άρθρο 6 ορίζεται ότι «ο προσδιορισμός της ποσότητας αποθεμάτων, όπου συντρέχει περίπτωση, διενεργείται σε κατάλληλο χρόνο που διασφαλίζει την αξιοπιστία των δεδομένων σε σχέση με την ημερομηνία αναφοράς των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της οντότητας».
Παρατηρείται ότι η γενικότητα και η ασάφεια των ως άνω θεσπιζόμενων υποχρεώσεων είναι πιθανό να οδηγήσουν σε ερμηνευτικές αμφισβητήσεις στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 28 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, το οποίο ορίζει ότι, «όταν τα λογιστικά αρχεία δεν τηρούνται ή οι οικονομικές καταστάσεις δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον νόμο για τα λογιστικά πρότυπα», το φορολογητέο εισόδημα μπορεί να «προσδιορίζεται με βάση κάθε διαθέσιμο στοιχείο ή με έμμεσες μεθόδους ελέγχου».
Επί των άρθρων 8 παρ. 5 και 12 παρ. 7
Με το άρθρο 8 παρ. 5 ορίζεται ότι «η οντότητα που πωλεί αγαθά ή υπηρεσίες έχει την ευθύνη να διασφαλίζει ότι εκδίδεται τιμολόγιο για κάθε πώληση». Αντιστοίχως, με το άρθρο 12 παρ. 7 ορίζεται ότι «η οντότητα που πωλεί αγαθά ή υπηρεσίες σε ιδιώτες καταναλωτές έχει την ευθύνη να διασφαλίζει ότι εκδίδεται στοιχείο λιανικής πώλησης, ή εναλλακτικά τιμολόγιο, για κάθε σχετική πώληση». Προς αποφυγή ερμηνευτικών αμφισβητήσεων, πρέπει να διευκρινισθεί εάν, εν προκειμένω, θεσπίζεται υποχρέωση για όλες τις οντότητες, όπως η έννοια αυτή προσδιορίζεται στο Παράρτημα Α του Νσχ, ή μόνο για τις οντότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Νσχ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 του Νσχ.
Επί του άρθρου 11
Με την περίπτωση β’ της παραγράφου 2 ορίζεται ότι «σε περίπτωση συνεχιζόμενης παροχής αγαθών, υπηρεσίας ή κατασκευής έργου, το τιμολόγιο εκδίδεται μέχρι τη 15η ημέρα του επόμενου μήνα από την περίοδο στην οποία μέρος της σχετικής αμοιβής καθίσταται απαιτητό για τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που έχουν παρασχεθεί ή το μέρος του έργου που έχει ολοκληρωθεί». Η ανωτέρω ρύθμιση, ενδεχομένως, δεν βρίσκεται σε αρμονία με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 25 του Νσχ, συμφώνως προς το οποίο, για την αναγνώριση εσόδων «από παροχή υπηρεσιών και κατασκευαστικά συμβόλαια», μπορεί, εναλλακτικώς, «να εφαρμόζεται η μέθοδος της ολοκληρωμένης σύμβασης, όταν δεν επηρεάζονται σημαντικά τα μεγέθη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων». Και αυτό διότι, κατά τη «μέθοδο της ολοκληρωμένης σύμβασης», «τα έσοδα και τα έξοδα από συμβάσεις παροχής υπηρεσίας ή κατασκευαστικά συμβόλαια αναγνωρίζονται με την ολοκλήρωση της σχετικής υπηρεσίας ή έργου5».
Επισημαίνεται, εν προκειμένω, η αναντιστοιχία εν σχέσει προς τα οριζόμενα για τα στοιχεία λιανικής πώλησης «σε περίπτωση συνεχιζόμενης παροχής υπηρεσίας ή κατασκευής έργου», για την οποία το άρθρο 13 παρ. 1 περ. δ’ του Νσχ παρέχει τη δυνατότητα έκδοσής τους, όχι μόνο «όταν μέρος της αμοιβής καθίσταται απαιτητό για το μέρος της υπηρεσίας ή του έργου που έχει ολοκληρωθεί», αλλά και «με την ολοκλήρωση της υπηρεσίας ή του έργου».
Επί του άρθρου 12
Ορίζεται ότι «η έκδοση στοιχείων λιανικής πώλησης (αποδείξεων λιανικής ή τιμολογίων) γίνεται με τη χρήση φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών που προβλέπει ο νόμος 1809/1988 κατά την θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου». Παρατηρείται ότι η ως άνω ρύθμιση δεν φαίνεται να βρίσκεται σε αρμονία με το άρθρο 38 παρ. 2 του Νσχ, συμφώνως προς το οποίο, «ο νόμος 1809/1988 καταργείται από 1η Ιανουαρίου 2015, καθώς και κάθε διάταξη, ερμηνευτική εγκύκλιος ή οδηγία έχει εκδοθεί δυνάμει εκείνου του νόμου. Κατ’ εξαίρεση, παραμένει σε ισχύ το άρθρο 10 του νόμου 1809/1988 για παραβάσεις που διαπράττονται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2014».
Περαιτέρω, με την προτεινόμενη παράγραφο 11 ορίζεται ότι «με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, ύστερα από δημοσίευση αξιολόγησης των διοικητικών βαρών για τις υποκείμενες οντότητες σε σχέση με το αναμενόμενο φορολογικό όφελος, δύνανται να απαλλάσσονται ορισμένες κατηγορίες οντοτήτων από την υποχρέωση της παραγράφου 8. Οι οντότητες αυτές δύνανται να εκδίδουν τα στοιχεία λιανικής πώλησης με χειρόγραφο τρόπο ή με άλλο τεχνικό μέσο». Δεδομένου ότι η ανωτέρω απόφαση είναι πολύ πιθανό να εκδοθεί μετά την 1.1.2015, λόγω και της ανάγκης τήρησης της διαδικασίας «δημοσίευσης αξιολόγησης των διοικητικών βαρών για τις υποκείμενες οντότητες σε σχέση με το αναμενόμενο φορολογικό όφελος», παρατηρείται ότι μεγάλος αριθμός οντοτήτων που έως σήμερα απαλλάσσονται από τη χρήση φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών, θα καταστούν υπόχρεες από την 1.1.2015.
Επί του άρθρου 20
Ορίζεται ότι «μετά την αρχική αναγνώριση, τα αποθέματα επιμετρώνται στην κατ’ είδος χαμηλότερη αξία μεταξύ κόστους κτήσης και καθαρής ρευστοποιήσιμης αξίας» (χρήση του όρου «καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία» γίνεται και στο άρθρο 17 παρ. 11 του Νσχ). Κατά το Παράρτημα Α του Νσχ, ως «καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία» («net realizable value») ορίζεται «η εκτιμώμενη τιμή διάθεσης ενός περιουσιακού στοιχείου κατά την κανονική πορεία της επιχειρηματικής δραστηριότητας, μειωμένη κατά το τυχόν κόστος που απαιτείται για την ολοκλήρωσή του και για την πραγματοποίηση της διάθεσης» (βλ. και ΔΛΠ 2.6). Σημειώνεται ότι στο αντίστοιχο άρθρο 12 παρ. 7 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ χρησιμοποιείται, αντί του όρου «καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία», ο όρος «χαμηλότερη τρέχουσα αξία» («lower market value» στην απόδοση της Οδηγίας στα αγγλικά).
Επί του άρθρου 21
Με την προτεινόμενη παράγραφο 2 ορίζεται ότι «τα λοιπά μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία αναγνωρίζονται αρχικά στο κόστος κτήσης. Μεταγενέστερα επιμε τρώνται στη χαμηλότερη αξία μεταξύ κόστους κτήσης και ανακτήσιμης αξίας». Κατά το Παράρτημα Α του Νσχ, ως «ανακτήσιμη αξία» («recoverable amount») ορίζεται «το μεγαλύτερο ποσό μεταξύ της εύλογης αξίας, μειωμένης με το κόστος διάθεσης ενός περιουσιακού στοιχείου (ή μιας μονάδας δημιουργίας χρηματοροών) και της αξίας χρήσης αυτού» (βλ. και ΔΛΠ 36.6). Επισημαίνεται ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο όρος «ανακτήσιμη αξία» δεν απαντά στην Οδηγία 2013/34/ΕΕ.
Επί του άρθρου 30
Με την προτεινόμενη περίπτωση α’ της παραγράφου 13 παρέχεται δυνατότητα να συντάσσουν μόνο συνοπτική κατάσταση αποτελεσμάτων (συμφώνως προς το υπόδειγμα Β.6) και να παρέχουν τις πληροφορίες της παραγράφου 2 του άρθρου 30 «οι αλλοδαπές επιχειρήσεις που εγκαθίστανται στην Ελλάδα με βάση τους νόμους 89/167 “περί εγκαταστάσεως εν Ελλάδι Αλλοδαπών Εμποροβιομηχανικών Εταιρειών” (Α.Ν. 378/1967) 378/1968». Ερωτάται αν, για την ταυτότητα του λόγου, η ίδια δυνατότητα θα πρέπει να παρασχεθεί και στις αλλοδαπές επιχειρήσεις που εγκαθίστανται στην Ελλάδα δυνάμει του άρθρου 25 του Ν.27/1975.
Σύμφωνα με το νέο νόμο απλοποιούνται ακόμα περισσότερο οι διαδικασίες της στοιχειοθέτησης και της καταγραφής των συναλλαγών (διακίνηση, τιμολόγηση κλπ).
Παράλληλα, τροποποιείται η υπάρχουσα νομοθεσία για τη λογιστική τυποποίηση, αντικαθιστώντας την, με τα Ε.Λ.Π., επιτυγχάνοντας αφενός την ευθυγράμμιση με την «Νέα Ευρωπαϊκή Λογιστική Οδηγία» και αφετέρου την δυνατότητα (προαιρετικά) να εφαρμόζεται η «εύλογη αξία», που αποτελεί κατ’ ουσίαν μια μικρογραφία-απλοποίηση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων.
Με ένα απλό και κατανοητό κείμενο διευθετούνται και κωδικοποιούνται αποτελεσματικά, πολλά ζητήματα στην υφιστάμενη λογιστική πολυνομία ( Ε.Γ.Λ.Σ. Κ.Φ.Α.Σ, Ν. 2190/20 κ.λ.π ), ορίζοντας λογιστικές αρχές και πολιτικές, με βάση τις διεθνείς πρακτικές. Στα πολύ θετικά συγκαταλέγεται και η επίσημη εισαγωγή της διεθνούς ονοματολογίας οικονομικών όρων και κανόνων (Παράρτημα Α του Σχεδίου Νόμου: «Ορισμοί»).
Η εφαρμογή των Ε.Λ.Π. δεν υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να αλλάξουν λογιστικό σχέδιο, αλλά ούτε και να ακολουθήσουν ένα συγκεκριμένο αναλυτικό λογιστικό σχέδιο. Παρ’ όλα αυτά παρέχεται ένα λιτό και ευέλικτο σχέδιο λογαριασμών, προσαρμοσμένο κατάλληλα στις απαιτήσεις των Ε.Λ.Π. για την ορθή απεικόνιση των νέων οικονομικών καταστάσεων. Το εν λόγω σχέδιο έχει λάβει υπόψη τις δυνατότητες των πληροφοριακών λογιστικών πακέτων και συστημάτων ERP και σε συνδυασμό με το ότι παρέχεται πίνακας αντιστοίχησης των κωδικών του λογιστικού σχεδίου του νομοσχεδίου με τους κωδικούς του σχεδίου λογαριασμών του ΕΓΛΣ διευκολύνεται η μετάβαση σε αυτό.
Για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, βάσει των νέων ορίων, δεν υπάρχει κάποια αλλαγή ως προς την τήρηση των λογιστικών βιβλίων τους και διατηρείται ουσιαστικά η απλογραφική μέθοδος. Στο σημείο αυτό επισημαίνουμε πως καλό θα ήταν να αποσαφηνιστεί, αν για ορισμένες μικρές εκμεταλλεύσεις, που λόγω της φύσης του αντικειμένου τους έχουν μεγάλο ετήσιο κύκλο εργασιών (π.χ. πρατήρια υγρών καυσίμων), υπάρξουν εξαιρέσεις όπως στο ισχύον καθεστώς, γιατί αλλιώς θα πρέπει άμεσα να οργανωθούν. Επίσης τονίζεται ότι καμία αλλαγή δεν επιφέρει στους αγρότες που είναι ενταγμένοι στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ.
Οι επιχειρήσεις και οι λογιστές θα κληθούν να εφαρμόσουν τα Ε.Λ.Π. και να χρησιμοποιήσουν τα νέα υποδείγματα με τη σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων χρήσης του 2015, δηλαδή αρχές του έτους 2016.
Ποια όμως είναι τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που θα επιφέρει η εφαρμογή των Ε.Λ.Π.;
Ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα της εφαρμογής των Ε.Λ.Π. για τις επιχειρήσεις είναι η κατά το άρθρο 24 δυνατότητα επιμέτρηση περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στην εύλογη αξία. Παρέχεται η δυνατότητα τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις να επιμετρούνται μεταγενέστερα της αρχικής τους αναγνώρισης στην εύλογη αξία τους.
Εύλογη αξία (Fair value): Η τιμή ανταλλαγής ενός περιουσιακού στοιχείου ή διακανονισμού μιας υποχρέωσης, μεταξύ πρόθυμων και ενήμερων μερών που ενεργούν υπό κανονικές στην αγορά συνθήκες, κατά την ημερομηνία μέτρησης.
- Επίσης η καλύτερη και διαφανέστερη απεικόνιση των Οικονομικών καταστάσεων η οποία προσεγγίζει με μεγαλύτερη αξιοπιστία και σε μεγαλύτερο βαθμό την πραγματικότητα (κατάργηση των εξόδων πρώτης εγκατάστασης και των Εκτάκτων αποτελεσμάτων, ορθή απεικόνιση του Λίζινγκ, εμφάνιση του Φόρου Εισοδήματος στην Κατάσταση Αποτελεσμάτων Χρήσεως κ.λ.π) και τη σύγκριση σε σχέση με τις αντίστοιχες Ευρωπαϊκές Εταιρείες. Η υιοθέτηση κοινού πλαισίου λογιστικών αρχών και κανόνων σημαίνει ότι όμοιες συναλλαγές και οικονομικές συνθήκες θα απεικονίζονται
από διαφορετικές επιχειρήσεις με τον ίδιο τρόπο. Η συγκρίσιμη πληροφόρηση επιτρέπει στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων (τράπεζες, επενδυτές εσωτερικού και εξωτερικού, πελάτες, προμηθευτές) την καλύτερη αξιολόγηση. - Η Μείωση του κόστους ενδοομιλικής πληροφόρησης και βελτίωση της αποτελεσματικότητας. Πολλές μητρικές εταιρείες του εξωτερικού απαιτούν από τις θυγατρικές τους να προσαρμόζουν τα οικονομικά τους μεγέθη σύμφωνα με το λογιστικό πλαίσιο της έδρας τους κι έχει ως αποτέλεσμα την προετοιμασία οικονομικών πληροφοριών εις διπλούν (τοπικές αρχές και για σκοπούς ελέγχου κι ενοποίησης στη μητρική). Βέβαια, η υιοθέτηση των Ε.Λ.Π. ως λογιστικό πλαίσιο για την προετοιμασία και της διοικητικής πληροφόρησης και των Οικονομικών Καταστάσεων ενισχύει την συνέπεια της παρεχόμενης πληροφορίας.
- Τέλος με την εφαρμογή των Ε.Λ.Π. η προσέλκυση ξένων επενδύσεων και κεφαλαίων καθίσταται περισσότερο ευχερής, καθώς τα οικονομικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στις Οικονομικές Καταστάσεις των Ελληνικών επιχειρήσεων θα μπορούν να βρίσκονται σε εναρμόνιση με τους διεθνείς λογιστικούς κανόνες.
Στον αντίποδα τα βασικά μειονεκτήματα από την εφαρμογή των Ε.Λ.Π. είναι ότι: - Αυξάνεται το κόστος που σχετίζεται με τις απαιτήσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή των Ε.Λ.Π. Τέτοια κόστη είναι, το κόστος προσαρμογής του λογιστικού συστήματος, κόστος εκπαίδευσης προσωπικού, κόστος εκτίμησης παγίων και κόστος αναλογιστικών μελετών (τα δύο τελευταία εφόσον επιλεχθεί η μέθοδος της «εύλογης αξίας»).
- Λειτουργούν ταυτόχρονα δύο λογιστικά συστήματα, (εφόσον επιλεχθεί η μέθοδος της «εύλογης αξίας» ή διαφορετικοί συντελεστές από τους φορολογικούς ) ένα για τα Ε.Λ.Π. και ένα για φορολογικούς σκοπούς, με όλα τα προβλήματα και τις αντιφάσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουν όσοι τα ακολουθούν. Πάντως σε κάθε περίπτωση κάποιος μπορεί να έχει μόνο ένα λογιστικό σύστημα (εφόσον δεν ακολουθήσει την μέθοδο της «εύλογης αξίας» ή διαφορετικούς συντελεστές απόσβεσης).
Η εφαρμογή των Ε.Λ.Π. μπορούν να αποτελέσουν ένα ουσιαστικό εργαλείο για τις επιχειρήσεις στην προσπάθειά τους για αναζήτηση ευκαιριών τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Οι οικονομικές καταστάσεις αποσυνδέονται (ή τουλάχιστον δίνεται η δυνατότητα ) από την φορολογική νομοθεσία και απεικονίζουν καλύτερα την πραγματική οικονομική θέση των επιχειρήσεων, εμπνέοντας κατά συνέπεια μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και επιτυγχάνοντας καλύτερη συγκρισιμότητα προς όφελος του υγιούς ανταγωνισμού. - Καταπολεμάται η λογιστική πολυνομία.
Για πρώτη φορά το σύνολο των λογιστικών κανόνων είναι συγκεντρωμένο σε ένα νομοθέτημα διαρθρωμένο με βάση τις βέλτιστες πρακτικές για όλες τις επιχειρήσεις και τους λογιστές. Η κωδικοποίηση που επιτυγχάνεται είναι ένα σημαντικό μεταρρυθμιστικό βήμα, αυξάνει την ασφάλεια δικαίου και μειώνει το διοικητικό βάρος. - Οι οικονομικές καταστάσεις των ελληνικών επιχειρήσεων με το νέο πλαίσιο γίνονται ευχερώς κατανοητές από τους διεθνείς επενδυτές λόγω της συμβατότητας που επιτυγχάνεται, με βάση το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να απαιτείται επιπλέον κόστος λογιστικής μετάφρασης.
Ολοκληρώνεται η κατάργηση δαπανηρών και γραφειοκρατικών διαδικασιών του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων με την περαιτέρω απλοποίηση του ΚΦΑΣ.
Εισάγονται κανόνες τήρησης λογιστικών βιβλίων ενσωματωμένες στις σύγχρονες επιχειρηματικές πρακτικές που συνεπάγονται μειωμένο κόστος λειτουργίας, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζουν την δυνατότητα διενέργειας ουσιαστικών φορολογικών ή άλλων ελέγχων. - Τέλος διευκολύνεται η ηλεκτρονική τιμολόγηση στη χονδρική και τη λιανική και η συνακόλουθη περαιτέρω μείωση του κόστους συναλλαγών.
Με την απόφαση 2/93422/0004/5.12.14 του Yφυπουργού Οικονομικών κ. Γ. Μαυραγάνη συστήνεται και συγκροτείται Επιτροπή στο Υπουργείο Οικονομικών για την υποστήριξη της εφαρμογής και την αξιολόγηση του N. 4308/2014 «Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα».
Έργο της Επιτροπής αποτελεί:
i) η επεξεργασία προτάσεων για τη βελτίωση και την άμεση προσαρμογή του νόμου «Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, συναφείς ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις» εξελίξεις στους ευρωπαϊκούς λογιστικούς κανόνες και στη διεθνή πρακτική,
ii) η λειτουργική διασύνδεση του εν λόγω νόμου με το φορολογικό και λοιπό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των υποκείμενων οντοτήτων,
iii) η πρόταση για την έκδοση εγκυκλίων και οδηγιών εφαρμογής και
iv) η επεξεργασία και δημοσιοποίηση αναλύσεων των επιπτώσεων για το εκτιμώμενο διοικητικό κόστος και τα εκτιμώμενα οφέλη, για τη στοιχειοθέτηση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας των προτάσεων αυτών.
1 ΦΕΚ 251 Α’/24.11.2014 στο Δ.Φ.Ν. 2014, σελ. 1510.
2 Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί του νομοσχεδίου ”Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα και συναφείς ρυθμίσεις”
3 Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί του νομοσχεδίου ”Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα και συναφείς ρυθμίσεις”
4 Αιτιολογική έκθεση, Εισαγωγή, σελ.1.
5 Παράρτημα Α του Νσχ.